Μια κάποια λύσις

4521

Ο Μπαράκ Ομπάμα ήρθε, μίλησε, απήλθε. Μείναμε κι εμείς πίσω, κυλιστήκαμε στις δάφνες μας – όλοι – και η ζωή συνεχίζεται.

Ο Τσίπρας πανηγύρισε, γιατί ο Ομπάμα μίλησε για το χρέος. Έκανε, λεει, η Ελλάδα αυτό που έπρεπε να κάνει, τώρα πρέπει και οι άλλοι να κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν. Είπε και πόσο γαμάτοι είμαστε, που δεχθήκαμε τους πρόσφυγες, αγνόησε – και καλώς έπραξε – τα «έξω τα προσφυγάκια από τα σχολεία μας» και τα «θα μολύνουν τα παιδιά μας» και έδειξε πόσο πολύ του αρέσει η ελληνική ιστορία, το ψάρι και, από ό,τι φαίνεται, και τα νησιά, μιας και η κ. Κουντουρά μας ενημέρωσε πως ο Ομπάμα την ενημέρωσε πως το σκέφτονται με τη Μισέλ να περάσουν μια βόλτα το καλοκαίρι. Γιατί όχι, οι πρώτες διακοπές σε οκτώ χρόνια θα είναι, εγώ παντού θα πήγαινα αν είχα τα λεφτά του.

Η αντιπολίτευση πανηγύρισε γιατί ήρθε ένας μεγάλος πλανητάρχης και κανείς δεν ήθελε να πει πως είναι μικρή δουλειά, γιατί, μπορεί τον Ομπάμα να μην τον ξαναδούνε, αλλά η θέση του πλανητάρχη μένει, και φάνηκε όλοι να τον αγαπάνε. Το ΚΚΕ από την πλευρά του πανηγύρισε γιατί κατέβηκε κόσμος στους δρόμους που δεν αγαπούσε τον Ομπάμα.

Λίγο για όλους.

Σκιαχτήκαμε λίγο σαν έθνος, όταν ο πρωθυπουργός μας άρχισε να μιλάει σαν ασθενής εγκεφαλικού, πrοφέrοντας όlες τις lέξεις σαν απόφοιτος του Harvard και στrαβώνοντας το στόμα σαν γνήσιος Εllηνοαμεrικάνος από το Astoria, αλλά υποθέσαμε – μάλλον ορθώς – ότι του έμεινε κουσούρι από την εντατική επανάληψη στα αγγλικά που έκανε τις τελευταίες ημέρες, για να γράψει καλά στο διαγώνισμα με θέμα «Επίσκεψη Ομπάμα».

Βάση στα αγγλικά και για τον Προκόπη Παυλόπουλο, που, ερωτηθείς τα βασικά από τον Ομπάμα (πού μένει, δηλαδή) χρειάστηκε λίγη ώρα και την επιστράτευση της βασικής γλώσσας του σώματος (δύο χειρονομίες, τρία βηξίματα του ιερέα και πολύ χαμόγελο) για να του δώσει να καταλάβει πως δεν μένει στο Προεδρικό Μέγαρο. «So, is this a residence also?» ρώτησε ο Ομπάμα. «Εεεε… Γιες», απάντησε αρχικά. «So you live here as well» προσπάθησε να βγάλει συνεννόηση ο Αμερικανός πρόεδρος, κι εκεί κάπου ο δικός μας Πρόεδρος κατάλαβε πως το έχασε το παιχνίδι. «Άι στέι ιν μάι χάουζ» απάντησε με το στόμα, βέρι νάις κάουτς, μπατ νοτ μάιν, έλεγαν τα χέρια, «νόου… νοτ…» ξαναείπε το στόμα, κάτι κατάλαβε ο Ομπάμα, «άστο να πάει άστο» φάνηκε να σκέφτηκε και ο διάλογος έληξε.

Δεν υπάρχει, όμως, πάρτι, χωρίς τις ηχηρές του απουσίες. Αυτές, από τη μία, ήταν η Περιστέρα και η Μαρέβα, που, λόγω της απουσίας της Μισέλ, δεν κατέστη δυνατό να συνοδεύσουν τους συζύγους τους στις διάφορες εκδηλώσεις. Κρίμα, στη γωνία τις περίμεναν οι σοβαροί σχολιαστές, για να δούνε τι θα φορέσουν και από αυτό να κρίνουν την παρουσία των συζύγων τους απέναντι στον πλανητάρχη. Μπερδεύτηκαν για λίγο, δεν ήξεραν τι να γράψουν, δισέλιδο είχαν κρατήσει, αριστερή σελίδα η Περιστέρα, δεξιά η Μαρέβα. Ο πολιτικός σχολιασμός δέχτηκε χτύπημα καίριο.

Από την άλλη, έντονες ήταν οι διαμαρτυρίες του Σταύρου Θεοδωράκη και του Βασίλη Λεβέντη. Νοου Σταύρος νόου πάρτι, όπως είναι γνωστό, αλλά ο επικεφαλής του Ποταμιού τουλάχιστον ήταν ευγενής και περίμενε να φύγει ο καλεσμένος για να δηλώσει την αγανάκτησή του. Πιο ωμός ο Β. Λεβέντης, έξαλλος έγινε, αλλά ποιος τον ακούει. Το πουλί πέταξε.

Στις 20 Ιανουαρίου ο Μπαράκ Ομπάμα δίνει τα κλειδιά του Λευκού Οίκου στον Τραμπ και αρχίζει τις διακοπές του. Η – εκτός απροόπτου – τελευταία του τουρνέ στην Ευρώπη λίγο πριν αφήσει για πάντα το Λευκό Οίκο περισσότερο φαίνεται να είχε στόχο την επαναφορά στο προσκήνιο των εμπορικών σχέσεων μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ (σχέσεις που απειλούνται από το Ντόναλντ Τραμπ) και λιγότερο το να βοηθήσει την Ελλάδα να κάνει οτιδήποτε. Εξάλλου, ο ίδιος χαρακτήρισε τη Μέρκελ ως τη «στενότερη σύμμαχό του». Όσο ήταν ακόμη εδώ, και πριν καν τελειώσει τη φράση του για το χρέος, η Γερμανία είχε ήδη απορρίψει την ιδέα της ελάφρυνσής του, και μάλιστα δια στόματος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

You do the math.

Και τώρα ο Ομπάμα έφυγε. Και με την αναχώρησή του αναρωτιόμαστε τι άραγε θα αλλάξει. Η σκόνη που σηκώθηκε από τις προετοιμασίες για την υποδοχή του χόρεψε γύρω μας, στροβιλίστηκε και τώρα έκατσε. Και η «σωτηρία» ακόμη δεν ήρθε.

Πώς το είχε πει ο ποιητής;

«…Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».